θεοκλυτος

θεοκλυτος
    θεόκλυτος
    θεό-κλῠτος
    2
    воссылаемый к богам, обращенный к божеству
    

(λιταί Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θεοκλυτος" в других словарях:

  • θεόκλυτος — θεόκλυτος, ον (Α) 1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς 2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό 3. αυτός που έχει θεία έμπνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. ά κλυτος, ονομά κλυτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόκλυτος — calling on the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόκλυτον — θεόκλυτος calling on the gods masc/fem acc sg θεόκλυτος calling on the gods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκλύτοις — θεόκλυτος calling on the gods masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκλύτου — θεόκλυτος calling on the gods masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοκλύτων — θεόκλυτος calling on the gods masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόκλυτα — θεόκλυτος calling on the gods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Theoklytos — (altgr. Θεόκλυτος = der Gott um Erhöhung anfleht, lat. Theoclytus), der Priester des Apollon Karneios, war der dritte Karneenpriester, der über Sikyon regierte. Nach Eusebius von Caesarea regierte er 4 Jahre. Sextus Iulius Africanus schreibt ihm… …   Deutsch Wikipedia

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοκλυτία — θεοκλυτία, ἡ (Μ) [θεόκλυτος] η θεία έμπνευση …   Dictionary of Greek

  • θεοκλυτώ — θεοκλυτῶ, έω (Α) [θεόκλυτος] 1. επικαλούμαι, ικετεύω τους θεούς 2. ζητώ με δέηση («ταῦτα τοῦ Παυσανίου θεοκλυτοῦντος», Πλούτ.) 3. ακούω φωνή θεού, είμαι θεόπνευστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»